ἀμαθίας

ἀμαθίας
ἀμαθίᾱς , ἀμαθία
ignorance
fem acc pl
ἀμαθίᾱς , ἀμαθία
ignorance
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ненавычениѥ — НЕНАВЫЧЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Непросвещенность, невежество: пьрвѣѥ ѹбо писани˫а. по своѥмѹ ненавычению. неѹтвьржено сѹще нѹд˫а||тьсѧ. (κατὰ τὰς... ἀμαϑίας) КЕ XII, 213а–б; многажды ѹностьна˫а стѧжав(ъ) искѹшень˫а. въ блѹдъ въпадъ тѧжии прииметь сѹдъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …   Dictionary of Greek

  • ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”